- μπεστ-σέλερ
- τοάκλ. βιβλίο με μεγάλη επιτυχία κυκλοφορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. best seller «ο καλύτερα / περισσότερο πωλούμενος» < best «ο καλύτερος» + sell «πουλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άντερσον, Σέργουντ — (Sherwood Anderson, Κάμντεν, Οχάιο 1876 – Κολόν, Παναμάς 1941). Αμερικανός συγγραφέας. Από παιδί πέρασε από τα πιο διαφορετικά επαγγέλματα για να βοηθήσει την οικογένειά του, κατατάχθηκε εθελοντής στον Ισπανοκουβανικό πόλεμο, διηύθυνε για… … Dictionary of Greek
Κοέλιο, Πάουλο — (Paulo Coelho, Ρίο ντε Τζανέιρο 1947 –). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις 7 ετών, οπότε και κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν σχολικό διαγωνισμό ποίησης. Μολονότι υπέστη ισχυρές… … Dictionary of Greek
Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… … Dictionary of Greek
Ναμπόκοφ, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς — (Vladimir Vladimirovich Nabokov, Αγία Πετρούπολη 1899 – Σουηδία 1977). Ρώσος συγγραφέας με αμερικανική ιθαγένεια. Γιος γνωστού φιλελεύθερου πολιτικού, εγκατέλειψε τη Ρωσία εξαιτίας της Επανάστασης και έζησε στο Βερολίνο, στο Παρίσι και κατόπιν… … Dictionary of Greek